στραγάλι

στραγάλι
το
ρεβίθι καβουρντισμένο και αλατισμένο: Αγόρασε στραγάλια και σταφίδες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στραγάλι — το, Ν συν. στον πληθ. τα στραγάλια αλατισμένα και καβουρντισμένα ρεβίθια που καταναλώνονται ως ξηρός καρπός. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < αρχ. ἀστραγάλιον, υποκορ. τού ἀστράγαλος, ενώ κατ άλλους από αρχ. τρωγάλιον «εδέσματα που τρώγονται ωμά,… …   Dictionary of Greek

  • -αλάκι — Γλωσσ. κατάληξη ουδετέρων υποκοριστικών τής Ν. Ελληνικής που αποσπάστηκε από υποκοριστικά ουσιαστικά σε άλι πρβλ. κουτάλι κουταλάκι, μαγκάλι μαγκαλάκι, πορτοκάλι πορτοκαλάκι, στραγάλι στραγαλάκι, τσουβάλι τσουβαλάκι. Έτσι, προήλθε η επαυξημένη… …   Dictionary of Greek

  • στραγαλάς — ο, Ν [στραγάλι] άτομο που παρασκευάζει και πουλάει στραγάλια, στραγαλατζής …   Dictionary of Greek

  • στραγαλατζής — ο, Ν στραγαλάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραγάλι + κατάλ. τζής (πρβλ. σουβλα τζής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”